Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ Ανεργία και ψυχολογία



                      Ανεργία και ψυχολογία           ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ     Τετ, 23 Δεκ 1998)
    Το φάντασμα της ανεργίας πλήττει την Ευρώπη. Οι αριθμοί ακόμα και όταν δεν ψεύδονται είναι αμείλικτοι. Το φράγμα του 10% έχει πλέον ξεπερασθεί. 400.000 επισήμως αναγνωρισμένοι άνεργοι στη χώρα μας, ενώ αλλού η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη (βλέπε Ισπανία, Ιταλία).
    ΠΙΣΩ όμως από τις στατιστικές και τα ψυχρά νούμερα υπάρχει ένας μεγάλος αγνοούμενος: ο άνεργος και ο ψυχισμός του. Η έρευνα στον τομέα αυτό είναι εξαιρετικά ελλιπής.
     Όμως η γνώση της ψυχολογίας, η διερεύνηση του βιώματος του κοινωνικού αποκλεισμού στις διάφορες θιγόμενες πληθυσμιακές ομάδες (νέοι, γυναίκες, άτομα με ειδικές ανάγκες, ευκαιριακοί, χρόνια άνεργοι) θα ήταν ένα κλειδί για την κατά το δυνατόν λιγότερο τεχνικότροπη και στενά οικονομιστική παρέμβαση. Άνεργος δεν είναι ένα άτομο που έχει χάσει τη δουλειά του. Είναι ένα άτομο που έχει χάσει την ταυτότητά του, που δεν ξέρει τι να κάνει με τον χρόνο, την οικογένειά του, τη ζωή, τον εαυτό του. Ένας άνεργος δεν είναι κάποιος που ψάχνει για δουλειά, είναι κάποιος που ψάχνει για στηρίγματα επιβίωσης. Μαζί με τη δουλειά χάνεις στο συμβολικό επίπεδο πολύ περισσότερα από οικονομικά αγαθά. Χάνεις την αυτοεκτίμηση, τον αυτοσεβασμό, την αξιοπρέπειά σου.
   Δεν είναι να απορεί κανείς. Αρκεί να συλλογισθούμε πόσο εργασιοκεντρική είναι η κοινωνία μας. Η εργασιακή εξειδίκευση γίνεται γενική ταξινομητική μήτρα. Χωρίς κρυσταλλωμένες επαγγελματικές ιδιότητες το άτομο δεν σημαίνει τίποτα. Δεν είναι αναγνώσιμο και άρα δεν υπάρχει.
   Το «Who am i» είναι ένα αποκαλυπτικό ψυχολογικό τεστ του Κέμπερ. Το άτομο καλείται να δώσει πέντε απαντήσεις, έτσι όπως του έρχονται αβίαστα στο μυαλό, στο ερώτημα «ποιος είμαι». Η επαγγελματική ιδιότητα έρχεται πρώτη. Μέσα από το επάγγελμα το άτομο κατοχυρώνει την υπαρξιακή του επιβίωση.
   Εύλογο, λοιπόν, είναι η ανεργία να επιφέρει σημαντικές ψυχικές διαταραχές. Δεν είναι τυχαίο ότι το 20% μόνον, όπως φανερώνουν σχετικές έρευνες, από όσους έχουν επίδομα εργασίας ψάχνουν συστηματικά για δουλειά. Ο λόγος δεν είναι επειδή είναι τεμπέληδες (ένα αγαπημένο νεοφιλελεύθερο σλόγκαν) ή επειδή «βολεύονται με το επίδομα», που φυσικά απέχει πολύ από το να τους εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ανεξάρτητη διαβίωση. Ο λόγος είναι ότι ταυτίζονται με τον ρόλο της ανημποριάς, της ηττοπάθειας, της χασούρας που συνοδεύει το στίγμα του ανέργου.
    «Είμαι τελειωμένος», έλεγε ένας άνεργος. Ήταν μόλις 26 χρόνων. Την ίδια ακριβώς φράση χρησιμοποιούν οι παρατημένοι στα ιδρύματα γέροι. Ένας νέος 26 ετών κι ένας γέρος! Η κοινωνία μας μέσα από την παραγωγή της ανεργίας είναι σαν να παράγει γεροντικούς νέους. Πένθος, κατάθλιψη, αυτο-μομφή, συμπεριφορές φυγής όπως τα ναρκωτικά, ο αλκοολισμός. Αλλά και βία και επιθετικότητα για όσους διαλέξουν σαν άμυνα όχι την εσωτερίκευση της βίας, αλλά την προβολή της προς τα έξω.
   «Rejecting the rejectors» (απορρίπτοντας αυτούς που σε απορρίπτουν) είναι ένας μηχανισμός που αναπτύσσεται μέσα στο κλειστό σύστημα των φυλακών και θεωρείται υπεύθυνος για την υποκουλτούρα βίας και τις συνεχείς εξεγέρσεις των εγκλείστων. Ο παραλληλισμός που μου έρχεται στον νου δεν είναι άστοχος. Μια φυλακή δεν είναι η ανεργία; Ένα κλειστό ίδρυμα που ερήμην του εγκλείστου ρυθμίζει τη ζωή του. Επιπλέον, σήμερα με τις ραγδαίες τεχνολογικές και γνωσιακές αλλαγές είναι εξαιρετικά εύκολο άπαξ και βγεις από τον κοινωνικό ιστό, άπαξ και γίνεις έστω για λίγο «μη απασχολήσιμος» να γίνεις τεχνολογικά και γνωσιακά παρωχημένος.
   Με βάση τα παραπάνω γίνεται κατανοητό γιατί οι λιγοστές έρευνες, που έχουν γίνει στο εξωτερικό, βρήκαν ότι τα ψυχολογικά αποτελέσματα της χρόνιας ανεργίας ισοδυναμούν με τα λεγόμενα αρνητικά συμπτώματα της σχιζοφρένειας. «Άγχος, κατάθλιψη, απάθεια, ευερεθιστικότητα, αρνητικότητα, απομόνωση, απαξίωση του εαυτού».
    Δύσκολο να αποδεχτείς πως το «διαρθρωτικό» φαινόμενο της ανεργίας είναι το τίμημα που έχουμε να πληρώσουμε για την ανάπτυξη και την πρόοδο. Η Ευρώπη είναι αρκετά μεγάλη και ισχυρή σήμερα, ώστε να τολμήσει να επανα-ιεραρχήσει τις σχέσεις της ανάμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας από τη μια μεριά και το δικαίωμα της κατοχυρωμένης εργασίας από την άλλη. Ακόμα και αν εμφανίζεται μια αντίθεση ανάμεσα σε αυτά τα δύο desiderata. Όλες οι μορφές μεγάλων και ταχύρρυθμων κοινωνικών μετασχηματισμών έχουν κόστος, θύματα. Αλλά όταν τα θύματα αυτά ξεπεράσουν μια κρίσιμη μάζα, όταν δηλαδή περιστοιχισθούν από κοινωνικές εκατόμβες, τότε είναι πολύ αμφίβολο για το κατά πόσον η τεχνική πορεία προς την ουδέτερη πρόοδο, μπορεί όχι μόνον να ανακοπεί αλλά και να εκραγεί εις τα εξ ων συνετέθη. Η λύση, όμως, όπως πάντα θα βγει από μια συγκροτημένη πολιτική βούληση που θα προσδώσει στην έννοια της προόδου το χαμένο της ηθικό περιεχόμενο. Η βούληση αυτή αφορά τη ζωή όλων μας. Αφορά το παρόν και το μέλλον μας. Αξίζει να της δοθεί λόγος, σάρκα και πνοή.
          Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΘΕΜΑΤΑ
1.  Περίληψη (100-120 λέξεις)
2. «Όμως η γνώση……την αξιοπρέπειά σου.» Να εντοπίσετε τα συνεκτικά στοιχεία της παραγράφου.
3. Συνώνυμα των υπογραμμισμένων λέξεων.
4. Τι δηλώνουν οι έντονα γραμμένες λέξεις;

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ




ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ
  Στην Ελλάδα η τηλεργασία αναγνωρίστηκε ως ειδική μορφή απασχόλησης με το Νόμο 2639/1998. Για την προώθηση της νέας αυτής μορφής εργασίας, η πολιτεία έδωσε κίνητρα με προβλεπόμενη εγκύκλιο αποβλέποντας στην ελάττωση των δαπανών των επιχειρήσεων που απασχολούν τον τηλεργαζόμενο. Ευχής έργο θα ήταν η δημιουργία λεπτομερούς νομοθετικού πλαισίου για τον καθορισμό των υποχρεώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων καθώς και των όρων εργασίας του τηλεργαζόμενου τόσο σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μέσω αυτού θα δημιουργούταν μια ΄΄ασπίδα΄΄ προστασίας των δικαιωμάτων του τηλεργαζόμενου ατόμου αλλά και η ανυπαρξία συγκεκριμένου πλαισίου καθορισμού σε αυτή τη μορφή εργασίας’’
Ορισμός:
Η τηλεργασία αποτελεί τη μορφή εργασίας που ασκείται για ένα εργοδότη ή πελάτη από μακριά (τήλε) και από ένα συνήθως άτομο/ εργαζόμενο εκτός του παραδοσιακού εργασιακού χώρου. Η ίδια περιλαμβάνει τη χρήση τηλεπικοινωνιών, προηγμένων τεχνολογιών/ μέσων πληροφόρησης.
Επαγγέλματα:
Προγραμματιστές
μεταφραστές
διορθωτές κειμένων σε εκδοτικούς οίκους
συγγραφείς κλπ

Οφέλη/ θετικές επιδράσεις
Χωρίς αμφιβολία, η εξοικονόμηση του χρόνου, χρημάτων για τον εργαζόμενο μπορούν να συνυπολογιστούν στα θετικά στοιχεία της τηλεργασίας. Ειδικότερα, η προσαρμογή της εργασίας στο ωράριο που μπορεί και επιθυμεί να εργαστεί κάποιος, δηλαδή τις ώρες που πιστεύει ότι είναι παραγωγικός και νηφάλιος είναι προτέρημα αυτού του τύπου εργασίας. Εκτός από αυτό, η εκμηδένιση του χρόνου που σπαταλά κάποιος για τη μετακίνησή του προς και από το χώρο εργασίας είναι ένα ισχυρό πλεονέκτημα της νέας μορφής εργασίας. Σχετικά με τους οικονομικούς πόρους που κερδίζει/ απολαμβάνει κάποιος, θα λέγαμε ότι τα έξοδα μετακίνησης (πχ. βενζίνη, διόδια) καθώς και οι επαγγελματικές ανταλλαγές κάθε είδους, δεν υπάρχουν.
Αξίζει να αναφέρουμε και τη δυνατότητα που έχει ο τηλεργαζόμενος να κερδίζει περισσότερα χρήματα ασχολούμενος με διαφορετικά εργασιακά αντικείμενα ταυτόχρονα, εφόσον το ωράριό του δεν είναι προκαθορισμένο Σίγουρα, η μείωση του λειτουργικού κόστους για τις επιχειρήσεις μπορεί να συμπεριληφθεί στα πλεονεκτήματα της τηλεργασίας. Είναι ευνόητο ότι οι επιχειρήσεις δεν αμείβουντο ίδιο τους εργαζόμενους του γραφείου με αυτούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες εξ αποστάσεως. Οι μισθοί είναι σαφώς μειωμένοι. Με αφετηρία τη θέση αυτή αναφέρουμε και την αύξηση της παραγωγικότητας για τα εταιρείες αφού περισσότερο προσωπικό ( εντός εταιρείας και εκτός αυτής) εργάζεται για λογαριασμό της τελευταίας. Έτσι, η αποδοτικότητα και η ανταγωνιστικότητά τους αυξάνεται
Η δυνατότητα απασχόλησης ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων ( άτομα με ειδικές ανάγκες και μητέρες) πρέπει να συμπεριληφθεί στα οφέλη της εργασίας εξ αποστάσεως. Πολλοί συμφωνούν με την άποψη ότι η τηλεργασία είναι δυνατό να εξασφαλίσει την ισότιμη συμμετοχή και ένταξη των παραπάνω ανθρώπων στην παραγωγή αξιοποιώντας τις δεξιότητές τους. Στο πλαίσιο αυτό κατανοούμε την οικονομική ανεξαρτησία, την κοινωνική αυτονομία ως επιπλέον ΄΄κατακτήσεις΄΄ που δύνανται να απολαμβάνουν τα συγκεκριμένα άτομα μέσω της συμβολής τους στην παραγωγική διαδικασία

Αρνητικές επιδράσεις
Χωρίς αμφιβολία, η τηλεργασία συμβάλλει στην κοινωνική απομόνωση του εργαζόμενου, δηλαδή, σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του σύγχρονου ατόμου. Η καλλιέργεια της επαγγελματικής συνεργασίας, της αλληλεξάρτησης, του δημιουργικού συλλογικού πνεύματος απουσιάζουν και καλλιεργούνται η αποξένωση, η τυποποίηση. Έτσι, ο τηλεργαζόμενος χωρίς να το συνειδητοποιεί γίνεται τρομερά εσωστρεφές άτομο και πνευματικά ΄΄μηχανοποιημένο΄΄/ κονσερβοποιημένο. Στο πλαίσιο αυτό, η απώλεια θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων είναι δεδομένη. Η αδυναμία του εργαζόμενου να διεκδικήσει με τους συναδέλφους του τα εργασιακά του προνόμια, να επεκτείνει τις εργασιακές του κατακτήσεις (περιστολή πρωτοβουλιακής δράσης), να αγωνιστεί για τη βελτίωση των γενικών εργασιακών συνθηκών δεν μπορεί να αποσιωπηθεί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα περιθώρια της προαγωγής αλλά και της γενικότερης επαγγελματικής ανέλιξης είναι ανύπαρκτα. Αυτό σίγουρα καθηλώνει τον εργαζόμενο και δεν του δίνει το έναυσμα για διαρκή επαγγελματική επιμόρφωση. Αξίζει να σημειώσουμε και το κόστος εξοπλισμού με συστήματα υψηλής τεχνολογίας καθώς και το κόστος πρόσβασης στις διάφορες επιχειρήσεις για τους απασχολούμενους αποτελεί ένα εύλογο μειονέκτημα της εξ αποστάσεως εργασίας.
Κοινοτοπία τείνει να αποτελέσειη άποψη ότι τελικά η τηλεργασία διαιωνίζει την ανεργία. Ειδικότερα, η εργασία από απόσταση αποτελεί μια προσωρινή λύση για όσους αναζητούν εργασία. Επομένως, αυτού του είδους η βραχύβια απασχόληση ή αλλιώς η απασχόληση με ΄΄ημερομηνία λήξης΄΄ κάθε άλλο παρά συμβάλλει στην εκρίζωση και ακολούθως στην αντιμετώπιση του δυσεπίλυτου αυτού κοινωνικού προβλήματος

Επιλογή επαγγέλματος - εργασία αρρώστια



Παράγοντες στην επιλογή επαγγέλματος
Όσο παράδοξο και να φανεί, η επιλογή επαγγέλματος από τον νέο άνθρωπο είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Στην πραγματικότητα, αποτελεί συλλογική απόφαση. Βέβαια, η κλίση του νέου είναι βασικός παράγοντας. Αλλά αυτή αποτελεί μόνο μια γενική κατεύθυνση (ενώ το επάγγελμα είναι μια συγκεκριμένη ενασχόληση). Από κει και πέρα, σημαντική είναι η επίδραση της στάσης και της εμπειρίας των γονιών, μαζί με τα όποια όνειρα ή προσδοκίες έχουν από το παιδί τους, καθώς και της παρέας του νέου, αλλά, αυτό δεν θα πρέπει να λησμονιέται, των τάσεων της ίδιας της κοινωνίας. Για παράδειγμα, σε όσους αρέσει η διδασκαλία την εποχή αυτή είναι πιο εύκολο να προσληφθούν ως δάσκαλοι παρά ως καθηγητές. Ή, αν κάποιος έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι πιθανότερο να θελήσει να γίνει ηθοποιός ή τραγουδιστής παρά αγγειοπλάστης, επειδή σήμερα η κοινωνία εστιάζει σε αυτές τις δύο ομάδες καλλιτεχνών.
Η επιλογή του επαγγέλματος με βάση τα προσωπικά ενδιαφέροντα αποτελεί την εύκολη και απλούστερη φάση της συνολικής διαδικασίας. Τα δύσκολα είναι οι άλλες παράμετροι που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Πρώτη είναι η δυνατότητα εύρεσης εργασίας στο αντικείμενο που πρόκειται κανείς να ειδικευθεί. Είναι προφανές πως δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να πάει και να σπουδάσει κανείς κάτι, για το οποίο δεν υπάρχει ζήτηση στην αγορά εργασίας. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να σπουδάζει κάποιος ένα αντικείμενο, θεωρώντας ότι δεν θα έχει εργασιακό πρόβλημα και μετά να διαπιστώνει ότι η αγορά εργασίας είναι κορεσμένη από την ειδικότητα αυτή. Επομένως, θα πρέπει να έχει μια, γενική έστω, άποψη του χώρου, στον οποίο θα κινηθεί επαγγελματικά, ώστε να γνωρίζει εκ των προτέρων τις δυσκολίες που θα συναντήσει και, εφόσον επιθυμεί να συνεχίσει προς εκείνη την κατεύθυνση, να είναι οπλισμένος και με την απαραίτητη επιμονή και υπομονή. Από την άλλη, μπορεί πάντα να διαλέξει ένα παραπλήσιο (της αρχικής επιλογής του) επάγγελμα, το οποίο θα παρέχει περισσότερες ευκαιρίες για δουλειά.
Η δεύτερη παράμετρος είναι οι απολαβές. Δεν ασκούμε κάποιο επάγγελμα μόνο επειδή μας αρέσει, ή επειδή δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε. Το ασκούμε για λόγους επιβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι απολαβές είναι από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες για την επιλογή ενός επαγγέλματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αύξηση των φοιτητών στις Παιδαγωγικές Σχολές τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των κενών που υπάρχουν στον κλάδο των δασκάλων. Ο νέος άνθρωπος θα πρέπει να εξετάσει (στο πλαίσιο πάντα του δυνατού) τις πιθανές απολαβές σε συνδυασμό με τα πιθανά επαγγέλματα που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά του, ώστε να λάβει τις πιο συμφέρουσες οικονομικά αποφάσεις. Βέβαια, είναι κατανοητό ότι, εκτός κι αν υπάρχει κάποιος οικείος ή γνωστός, είναι πολύ δύσκολο να γίνει αυτό (όσο και να το καθιστά εύκολο η πρόσβαση στο Διαδίκτυο). Αλλά η προσπάθεια και η τελική διαμόρφωση μιας έστω και μερικής άποψης είναι καλύτερη από το να μην έχει καμία άποψη. Με άλλα λόγια, θα πρέπει κανείς να είναι όσο γίνεται πιο υποψιασμένος.
Μια τρίτη βασική παράμετρος είναι ο τόπος εργασίας. Σήμερα με την παγκοσμιοποίηση, η μετακίνηση και η διαμονή σε τόπο διαφορετικό από εκείνον, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε κανείς, είναι όχι απλώς πιθανότητα, αλλά σε μερικά επαγγέλματα αποτελεί βεβαιότητα. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να θέλει να γίνει σχεδιαστής αυτοκινήτων και να περιμένει να βρει δουλειά στην Ελλάδα. Επιπλέον, υπάρχουν επαγγέλματα (όπως συμβαίνει σε ορισμένα στελέχη επιχειρήσεων) που απαιτούν συχνά ταξίδια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αυτά ακούγονται πολύ όμορφα και δελεαστικά, αλλά θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι είναι ταξίδια εργασίας και όχι τουρισμού και ότι από κάποια στιγμή και μετά είναι πιθανό να οδηγήσουν σε κόπωση.
Ένα άλλο στοιχείο στη σύγχρονη αγορά εργασίας είναι η πιθανότητα της αλλαγής επαγγελματικών ενασχολήσεων. Σε αντίθεση με το παρελθόν, στις μέρες μας η αλλαγή επαγγέλματος καθίσταται μια πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος θα πρέπει να επιλέξει έναν κλάδο που θα του παρέχει επαγγελματική ευελιξία, ώστε να μπορεί να κινηθεί στην αγορά της εργασίας όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα είτε λόγω ανάγκης είτε λόγω ευκαιριών.
Κλείνοντας, θα πρέπει να σημειωθεί κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο μερικές φορές χάνεται μέσα στους τόσους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, αλλά και στις ανάγκες της ζωής που επηρεάζουν αναπόφευκτα τις αποφάσεις μας. Θα πρέπει ο νέος να αγαπήσει αυτό που θα κάνει. Αυτό δεν είναι μια γενική θέση άνευ ουσίας. Αντίθετα, η αγάπη προς το επάγγελμα αποτελεί βασικό παράγοντα της εργασιακής ικανοποίησης. Τούτο σημαίνει ότι θα αγωνίζεται περισσότερο, ώστε να αντιμετωπίσει τις όποιες δυσκολίες συναντά στη δουλειά του, αλλά και ότι θα είναι περισσότερο χαρούμενος με τη ζωή του. Κι αυτό θα αντανακλάται και σε όσους ζουν μαζί του. Με άλλα λόγια, η αγάπη προς αυτό που κάνουμε συνιστά σημαντικό παράγοντα για ποιοτική ζωή.
Δρ. Μιχάλης Κατσιμίτσης

Γιατί η εργασία μάς αρρωσταίνει...

Ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, Σαρλ Πεγκί, γεννημένος στα τέλη του 18ου αιώνα, διηγιόταν συχνά μια ιστορία: «Κατά τη διάρκεια μιας πορείας του για να προσκυνήσει στη Σαρτρ, συνάντησε στον δρόμο του έναν κατάκοπο άνθρωπο που έσπαγε πέτρες.
Πλησιάζει και τον ρωτάει: "Τι κάνεις, εδώ πέρα;" "Μα δεν βλέπεις; Σπάω πέτρες. Είναι σκληρή δουλειά, με πονάει η πλάτη μου, διψάω, σκάω από τη ζέστη". Συνεχίζει πιο κάτω και βλέπει έναν άλλον που σπάει κι αυτός πέτρες, αλλά δείχνει πιο ευδιάθετος. "Τι κάνεις εσύ εδώ;", τον ρωτά. "Βγάζω μεροκάματο. Σπάω πέτρες, δεν βρήκα καλύτερη δουλειά ακόμη, αλλά είμαι ευχαριστημένος γιατί με αυτήν μπορώ να θρέψω την οικογένειά μου". Συνεχίζει τον δρόμο του ο Πεγκί και συναντά έναν τρίτο άνθρωπο που έσπαγε πέτρες και το πρόσωπό του έλαμπε: "Τι κάνεις εδώ;", ρωτά και πάλι ο Πεγκί. "Εγώ , κύριέ μου", του απαντάει ο άνθρωπος "χτίζω, έναν καθεδρικό ναό". Η πράξη είναι η ίδια, αλλά το νόημα που της αποδίδεται είναι εντελώς διαφορετικό, πηγάζει από την προσωπική μας ιστορία και από το κοινωνικό μας περιβάλλον. Οταν έχουμε κατά νου να χτίσουμε έναν καθεδρικό ναό, δεν σπάμε πέτρες με τον ίδιο τρόπο».
Αυτή η ιστορία του Πεγκί μπορεί να κάνει τον σημερινό άνθρωπο να σκεφτεί τη δουλειά του με άλλον τρόπο; Μπορεί να δουλεύει σε μια ανιαρή, καταπιεστική, επισφαλή εργασία και να σκέπτεται ότι χτίζει καθεδρικούς ναούς;
Σε μια εποχή όπου όσοι έχουν μια δουλειά θεωρούνται τυχεροί, πώς εξηγείται όλη αυτή η δυσαρέσκεια στους χώρους εργασίας, η οποία ενίοτε οδηγεί κάποιους ανθρώπους στην αυτοχειρία; Πόσο μπορεί να υποφέρει κάποιος στη δουλειά του ώστε να φτάσει σε μια τόσο ακραία πράξη;
Στο θέμα των αυτοκτονιών στον χώρο εργασίας επανέρχονται δημοσιεύματα του γαλλικού Τύπου («Λιμπερασιόν», «Λε Μοντ»), καθώς φαίνεται πως αυτό το φαινόμενο που παρατηρήθηκε με ένταση τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, συγκεκριμένα από το 2000, έβγαλε στην επιφάνεια αδιέξοδα που μελετούν κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι, τα αποτελέσματα των οποίων θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους οι κυβερνήσεις.
Παλιά και για πολλά χρόνια, η εργασία βρισκόταν στο επίκεντρο των σχεδίων της κοινωνίας. Οι διαφωνίες εντοπίζονταν ως προς τη διανομή των προϊόντων της, όχι ως προς την αναγκαιότητά της, όμως κάποια στιγμή η κατάσταση άλλαξε. Η εργασία απαξιώθηκε μεταξύ επιδόσεων και αλλοτρίωσης. Ο άνθρωπος ως απλό γρανάζι της παραγωγής κυριεύθηκε από άγχος. Η εργασία αρρωσταίνει τον άνθρωπο γιατί η ίδια η εργασία είναι άρρωστη. Το παράδοξο είναι πως ο εργαζόμενος τρέμει στην ιδέα να χάσει αυτό που δεν θέλει να υφίσταται. Η εργασία -ισχυρίζονται πολλοί- δεν υπήρξε ποτέ απόλαυση. Ο άνθρωπος έπρεπε πάντα να κερδίζει τη ζωή του με τον ιδρώτα του.
Η απελευθέρωση από την εργασία είναι ο μόνιμος στόχος όλων των προοδευτικών. Για καιρό πιστέψαμε πως με την τεχνολογία οι πιο βαριές, σκληρές δουλειές θα γίνονταν πια από τα μηχανήματα. Απογοητευτήκαμε, όμως. Η κατάσταση επιδεινώνεται. Οι νέοι σήμερα έχουν την πεποίθηση πως επαγγελματικά θα ζήσουν πολύ χειρότερα από ό,τι οι γονείς τους. Η δομική εμφάνιση της μαζικής ανεργίας, ο φόβος της απώλειας της θέσης εργασίας τροφοδοτούν την κοινωνική απελπισία, ενώ η παγκοσμιοποίηση τρέφεται από αυτή τη διαρκή απειλή του αποκλεισμού. Οι εργαζόμενοι δεν ανέχονται πλέον αυτήν την επισφαλή κατάσταση.
Τι να κάνουν, όμως; Να υπομείνουν τη δυστυχία αυτής της κοινωνίας «των εργαζομένων χωρίς εργασία», όπως ανήγγειλε η Χάνα Αρεντ; Με ποιον τρόπο μπορούν να υφάνουν και πάλι την αλληλεγγύη που για πολλούς αιώνες υπήρξε ο καλύτερος κινητήρας για μια πιο δίκαιη κοινωνία; Οι νόμοι μπορούν να εγγυηθούν την ευτυχία των εργαζομένων;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντούν ο διάσημος ηθολόγο-ψυχαναλυτής Μπορίς Σιριλνίκ και ο Γάλλος υπουργός Εργασίας Ξαβιέ Νταρκός, από την εφημερίδα «Λιμπερασιόν», στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου που ξεκίνησε στη Γαλλία.
«Είναι πιο εύκολο να αναρωτηθούμε αν είναι ηθικό να υποφέρει κάποιος στην εργασία παρά αν αυτό είναι θεμιτό. Η προβληματική εργασία-πόνος είναι τόσο παλαιά, όσο και η έννοια της εργασίας», λέει ο Νταρκός. «Στη Βίβλο, η έξωση από τον Παράδεισο συνεπάγεται την καταδίκη σε εργασία. Η λέξη εργασία στα λατινικά προέρχεται από το tripalium, έναν τρόπο να προκαλείς πόνο. Ο ψυχολογικός και ο οντολογικός πόνος έχει εξελιχθεί. Δεν αμφιβάλλαμε για τον πόνο ενός εργάτη τον 19ο αιώνα. Αναρωτιόμασταν για την αλλοτρίωσή του, αλλά όχι για την απώλεια της ταυτότητάς του. Σήμερα, ο πόνος της εργασίας συνδέεται με την απώλεια του εαυτού σου. Περάσαμε από έναν τρόπο βιομηχανικής παραγωγής, όπου ο πόνος και οι κίνδυνοι ήταν σωματικοί, σε μια κοινωνία στραμμένη στις υπηρεσίες όπου το άτομο εκτελεί οδηγίες από άγνωστους εργοδότες και με στόχους για τους οποίους δεν έχει λόγο».
«Εως την εποχή της τεχνολογικής έκρηξης κάναμε κοινωνική εργασία με το σώμα μας», λέει ο Μπορίς Σιριλνίκ. «Οι γυναίκες έκαναν κοινωνική εργασία με την κοιλιά τους: έπρεπε να φέρνουν στον κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, ιδίως αγόρια. Το 1850, το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες ήταν 36 χρόνια, δεκατρείς εγκυμοσύνες, επτά παιδιά από τα οποία μόνο τα τέσσερα επιβίωναν. Οι άντρες προσέφεραν κοινωνική εργασία με τους μυς τους. Οι κακουχίες ήταν συνδεμένες με την εργασία. Ενας άντρας που δεν ήταν σωματικά δυνατός δεν άξιζε τίποτε. Ολοι γνώριζαν τα ονόματα των ορυχείων και των εργολάβων. Μετά την τεχνολογική έκρηξη και τη Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι εργασιακές συνθήκες ευτυχώς άλλαξαν. Προσφέρουμε ελάχιστα με το σώμα μας στην κοινωνική εργασία και πολλά με τα διπλώματα, τις λέξεις και τα μηχανήματα. Δεν υποφέρουμε πια στο σώμα, αλλά στις σχέσεις. Το άτομο που δεν μπορεί να δημιουργήσει μια καθημερινή σχέση δεν θεωρείται ικανό. Το στρες αντικαθιστά τον σωματικό πόνο, με τη διαφορά όμως πως αυτό δεν θεωρείται ηρωικό».
Πώς αναλύετε αυτή την απαξίωση της εργασίας;
Νταρκός: «Παρατηρούμε μάλλον μια έλλειψη αναγνώρισης, παρά μια αμφιβολία ως προς την αξία της εργασίας. Βλέπω ανθρώπους που υποφέρουν γιατί αυτό που κάνουν είναι χρήσιμο, αλλά δεν τους μιλούν για αυτό. Δεν ξέρουν ποιος θα μπορούσε να τους μιλήσει, ούτε για ποιον το κάνουν. Αυτή η απουσία αναγνώρισης της εργασίας τους δεν είναι θεμιτή. Αυτό είναι που κάνει περισσότερο τον εργαζόμενο να υποφέρει παρά η ίδια η εργασία».
Σιριλνίκ: «Η εργασία ως σωματικός πόνος δεν έχει λυτρωτική αξία, είχε όμως ένα προσόν: μετέδιδε γνώση. Στα εργοτάξια, ο παλιός μετέδιδε τη γνώση του στους νέους, οι οποίοι αναγνώριζαν πως έτσι μάθαιναν μια τέχνη. Οι σημερινοί νέοι γνωρίζουν εκ προοιμίου να χειρίζονται τα μηχανήματα, έχουν διπλώματα και κατέχουν την τέχνη της επικοινωνίας. Η ιεραρχία δεν είναι πια δικαιολογημένη. Δεν μεταφέρει γνώση. Ο πόνος έγινε υποκειμενικός: υποφέρω με την ιδέα που έχω φτιάξει ο ίδιος για το τι ιδέα έχετε εσείς για εμένα. Υποφέρω άσχετα αν αυτή η ιδέα είναι σωστή ή όχι. Οι σχέσεις έχουν αλλάξει, ο πόνος δεν έχει το ίδιο νόημα, ούτε τα ίδια προνόμια».
Νταρκός: «Εχουμε περάσει από έναν πολιτισμό επαγγελμάτων σε ένα πολιτισμό λειτουργιών. Στα επαγγέλματα υπήρχε ένας τρόπος εργασίας, μια παράδοση. Η εργασία είχε μεγάλη αξία. Ολα αυτά είναι πολύ μακριά πια από εμάς. Αντικαταστήσαμε τα επαγγέλματα με τις λειτουργίες. Οι άνθρωποι χειρίζονται μηχανήματα που εκτελούν οδηγίες. Αυτό τροποποίησε βαθιά την εικόνα του ατόμου στις εργασιακές του σχέσεις. Δεν υπάρχει κανείς να μιμηθεί και τίποτε να μεταδώσει. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, θα πρέπει να αλλάζει καθήκοντα, να καταρτίζεται και να μην αναγνωρίζεται ποτέ ως ειδικός σε κάτι. Είναι η περίπτωση των εργαζομένων στις γαλλικές τηλεπικοινωνίες. Μπήκαν σε αυτή τη δουλειά έχοντας ένα επάγγελμα, δούλευαν πάνω στις ηλεκτρικές κολόνες. Μετά, αποφασίστηκε να κάνουν κάτι άλλο. Τους τοποθέτησαν σε μια τεράστια αίθουσα εργασίας, σε open spaces, για να απαντούν στα τηλέφωνα. Υποφέρουν γιατί πέρασαν από ένα επάγγελμα σε μια λειτουργία η οποία μάλιστα είναι προσωρινή, και σύντομα θα τοποθετηθούν σε μια άλλη, κάπου αλλού...».
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=120477

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Κατσανέβα, Ποιο επάγγελμα μου ταιριάζει;



Αγαπητοί μου συμμαθητές
Να μελετήσουμε το παρακάτω κείμενο και όσα θα ακολουθήσουν για το μαθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας:

Ποιο επάγγελμα μου ταιριάζει; Ποιο επάγγελμα να διαλέξω για να βρω εργασία και να έχω μια επιτυχημένη καριέρα; Αυτές είναι οι δυο αγωνιώδεις ερωτήσεις που υποβάλλουν στον εαυτό τους οι νέοι και πιο ώριμοι πολίτες στη σημερινή εποχή της γνώσης, της παγκοσμιοποίησης και της υψηλής τεχνολογίας, που τη σκιάζει το φάσμα της ανεργίας και της  επαγγελματικής αβεβαιότητας.
     Ο πρόλογος στο βιβλίο της ζωής έχει μεγάλη σημασία για το τι θα ακολουθήσει. Οι επαγγελματικές επιλογές αποτελούν καίριας σημασίας αποφάσεις που προκαθορίζουν το μέλλον κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό πρέπει να παίρνονται  με σύνεση, περίσκεψη και αυτογνωσία, με προσεκτική και όχι επιπόλαια αποκρυπτογράφηση της προσωπικότητας, των κλίσεων, των ταλέντων, των δυνατοτήτων, των δεξιοτήτων, των προτιμήσεων, των ενδιαφερόντων ενός ατόμου, καθώς και των επαγγελμάτων που του ταιριάζουν. Η καλύτερη συμβουλή για τους νέους είναι να γίνουν αυτό που είναι και όχι αυτό που νομίζουν ότι είναι. Να επιλέξουν δηλαδή το επάγγελμα που πραγματικά τους ταιριάζει, τους ενδιαφέρει και στις απαιτήσεις του οποίου μπορούν να αντεπεξέλθουν. Αλλά κάτι τέτοιο είναι προτιμότερο να συνδυαστεί με επαγγέλματα του μέλλοντος και όχι του παρελθόντος.
     Τα επαγγέλματα του μέλλοντος είναι εκείνα των οποίων οι προοπτικές είναι θετικές ή πολύ θετικές στην αγορά εργασίας. Τα επαγγέλματα δηλαδή για τα οποία οι κενές θέσεις εργασίας στο άμεσο μέλλον των επόμενων 5-10 ετών προβλέπεται να είναι περισσότερες από τον αριθμό των ατόμων που επιθυμούν και έχουν τα προσόντα να τις καταλάβουν (υπερβάλλουσα ζήτηση εργασίας).Επαγγέλματα με περιορισμένες ή αρνητικές προοπτικές (κορεσμένα επαγγέλματα ) είναι εκείνα για τα οποία προβλέπεται να υπάρχουν λιγότερες κενές θέσεις από τον αριθμό των ατόμων που επιθυμούν και έχουν τα προσόντα να τις καταλάβουν (υπερβάλλουσα προσφορά εργασίας). Δεν αποκλείεται, βέβαια, ένας επίμονος, ικανός, εργατικός και ταλαντούχος νέος να επιτύχει στην καριέρα του ακόμα και αν επιλέξει ένα κορεσμένο επάγγελμα που τον ενδιαφέρει και ταιριάζει στην προσωπικότητά του. Και το αντίθετο: όταν ένας νέος επιλέξει ένα επάγγελμα με μέλλον το οποίο όμως δεν του ταιριάζει ή είναι αδιάφορος, δυσκίνητος, χαμηλών δυνατοτήτων και ενδιαφερόντων, τότε το εργασιακό του μέλλον είναι αβέβαιο.
   Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στη διαπίστωση ότι δεν αρκεί να επιλέξει κανείς επαγγέλματα με μέλλον για να έχει μια επιτυχημένη καριέρα. Όμως ούτε τα κορεσμένα επαγγέλματα είναι το βέβαιο εισιτήριο για την ανεργία και την επαγγελματική αποτυχία. Αλλά για την πλειοψηφία των περιπτώσεων, είναι προτιμότερο να γίνεται ο κατάλληλος συνδυασμός της προσωπικότητας και των ενδιαφερόντων με επαγγέλματα που έχουν θετικές προοπτικές. Με δεδομένο ότι σε κάθε άνθρωπο δεν ταιριάζει μόνο ένα αλλά αρκετά διαφορετικά επαγγέλματα, είναι ασφαλώς προτιμότερο να επιλέξει από εκείνα τα επαγγέλματα με μέλλον που του ταιριάζουν και τον ενδιαφέρουν και αν αποφύγει όσα εμφανίζονται κορεσμένα. Αλλά είναι επίσης λάθος να επιλέξει ένα επάγγελμα με μέλλον, που όμως δεν ταιριάζει καθόλου με την προσωπικότητα, τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά του.
     Επισημαίνεται ακόμα ότι στη διάρκεια της καριέρας ενός ανθρώπου υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα στροφής σε άλλα επαγγέλματα που δεν εμφανίζουν αρνητικές προοπτικές όπως εκείνο που αρχικά είχε επιλεγεί. Κάτι τέτοιο διευκολύνεται ιδιαίτερα στην εποχή μας, από τις ραγδαίες αλλαγές της σύγχρονης αγοράς εργασίας , ως συνέπεια των ταχύτατων εξελίξεων της τεχνολογίας και της οικονομίας. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να παραγνωριστεί η συχνά δυσάρεστη πραγματικότητα ότι πολλοί νέοι επιλέγουν κορεσμένα επαγγέλματα  που δεν τους ταιριάζουν και έτσι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στον υψηλό ανταγωνισμό που υπάρχει σήμερα γι’ αυτά.
                                                   Θ. Κατσανέβας, Επαγγέλματα του μέλλοντος και του παρελθόντος