Παράγοντες στην επιλογή
επαγγέλματος
Όσο παράδοξο
και να φανεί, η επιλογή επαγγέλματος από τον νέο άνθρωπο είναι συνισταμένη
πολλών παραγόντων. Στην πραγματικότητα, αποτελεί συλλογική απόφαση. Βέβαια, η
κλίση του νέου είναι βασικός παράγοντας. Αλλά αυτή αποτελεί μόνο μια γενική
κατεύθυνση (ενώ το επάγγελμα είναι μια συγκεκριμένη ενασχόληση). Από κει και
πέρα, σημαντική είναι η επίδραση της στάσης και της εμπειρίας των γονιών, μαζί
με τα όποια όνειρα ή προσδοκίες έχουν από το παιδί τους, καθώς και της παρέας
του νέου, αλλά, αυτό δεν θα πρέπει να λησμονιέται, των τάσεων της ίδιας της
κοινωνίας. Για παράδειγμα, σε όσους αρέσει η διδασκαλία την εποχή αυτή είναι
πιο εύκολο να προσληφθούν ως δάσκαλοι παρά ως καθηγητές. Ή, αν κάποιος έχει
καλλιτεχνικές ανησυχίες, είναι πιθανότερο να θελήσει να γίνει ηθοποιός ή
τραγουδιστής παρά αγγειοπλάστης, επειδή σήμερα η κοινωνία εστιάζει σε αυτές τις
δύο ομάδες καλλιτεχνών.
Η επιλογή
του επαγγέλματος με βάση τα προσωπικά ενδιαφέροντα αποτελεί την εύκολη και
απλούστερη φάση της συνολικής διαδικασίας. Τα δύσκολα είναι οι άλλες παράμετροι
που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Πρώτη είναι
η δυνατότητα εύρεσης εργασίας στο αντικείμενο που πρόκειται κανείς να
ειδικευθεί. Είναι προφανές πως δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να πάει και να σπουδάσει
κανείς κάτι, για το οποίο δεν υπάρχει ζήτηση στην αγορά εργασίας. Δεν είναι
σπάνιο το φαινόμενο να σπουδάζει κάποιος ένα αντικείμενο, θεωρώντας ότι δεν θα
έχει εργασιακό πρόβλημα και μετά να διαπιστώνει ότι η αγορά εργασίας είναι
κορεσμένη από την ειδικότητα αυτή. Επομένως, θα πρέπει να έχει μια, γενική
έστω, άποψη του χώρου, στον οποίο θα κινηθεί επαγγελματικά, ώστε να γνωρίζει εκ
των προτέρων τις δυσκολίες που θα συναντήσει και, εφόσον επιθυμεί να συνεχίσει
προς εκείνη την κατεύθυνση, να είναι οπλισμένος και με την απαραίτητη επιμονή
και υπομονή. Από την άλλη, μπορεί πάντα να διαλέξει ένα παραπλήσιο (της αρχικής
επιλογής του) επάγγελμα, το οποίο θα παρέχει περισσότερες ευκαιρίες για
δουλειά.
Η δεύτερη
παράμετρος είναι οι απολαβές. Δεν ασκούμε κάποιο επάγγελμα μόνο επειδή μας
αρέσει, ή επειδή δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε. Το ασκούμε για λόγους
επιβίωσης. Αυτό σημαίνει ότι οι απολαβές είναι από τους πλέον σημαντικούς
παράγοντες για την επιλογή ενός επαγγέλματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί
η αύξηση των φοιτητών στις Παιδαγωγικές Σχολές τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας
των κενών που υπάρχουν στον κλάδο των δασκάλων. Ο νέος άνθρωπος θα πρέπει να
εξετάσει (στο πλαίσιο πάντα του δυνατού) τις πιθανές απολαβές σε συνδυασμό με
τα πιθανά επαγγέλματα που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντά του, ώστε να λάβει
τις πιο συμφέρουσες οικονομικά αποφάσεις. Βέβαια, είναι κατανοητό ότι, εκτός κι
αν υπάρχει κάποιος οικείος ή γνωστός, είναι πολύ δύσκολο να γίνει αυτό (όσο και
να το καθιστά εύκολο η πρόσβαση στο Διαδίκτυο). Αλλά η προσπάθεια και η τελική
διαμόρφωση μιας έστω και μερικής άποψης είναι καλύτερη από το να μην έχει καμία
άποψη. Με άλλα λόγια, θα πρέπει κανείς να είναι όσο γίνεται πιο υποψιασμένος.
Μια τρίτη
βασική παράμετρος είναι ο τόπος εργασίας. Σήμερα με την παγκοσμιοποίηση, η
μετακίνηση και η διαμονή σε τόπο διαφορετικό από εκείνον, όπου γεννήθηκε και
μεγάλωσε κανείς, είναι όχι απλώς πιθανότητα, αλλά σε μερικά επαγγέλματα
αποτελεί βεβαιότητα. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κανείς να θέλει να γίνει
σχεδιαστής αυτοκινήτων και να περιμένει να βρει δουλειά στην Ελλάδα. Επιπλέον,
υπάρχουν επαγγέλματα (όπως συμβαίνει σε ορισμένα στελέχη επιχειρήσεων) που
απαιτούν συχνά ταξίδια, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αυτά ακούγονται
πολύ όμορφα και δελεαστικά, αλλά θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του ότι είναι
ταξίδια εργασίας και όχι τουρισμού και ότι από κάποια στιγμή και μετά είναι
πιθανό να οδηγήσουν σε κόπωση.
Ένα άλλο
στοιχείο στη σύγχρονη αγορά εργασίας είναι η πιθανότητα της αλλαγής
επαγγελματικών ενασχολήσεων. Σε αντίθεση με το παρελθόν, στις μέρες μας η
αλλαγή επαγγέλματος καθίσταται μια πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο νέος θα
πρέπει να επιλέξει έναν κλάδο που θα του παρέχει επαγγελματική ευελιξία, ώστε
να μπορεί να κινηθεί στην αγορά της εργασίας όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα
είτε λόγω ανάγκης είτε λόγω ευκαιριών.
Κλείνοντας,
θα πρέπει να σημειωθεί κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο μερικές φορές χάνεται μέσα
στους τόσους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη, αλλά και στις ανάγκες της
ζωής που επηρεάζουν αναπόφευκτα τις αποφάσεις μας. Θα πρέπει ο νέος να αγαπήσει
αυτό που θα κάνει. Αυτό δεν είναι μια γενική θέση άνευ ουσίας. Αντίθετα, η
αγάπη προς το επάγγελμα αποτελεί βασικό παράγοντα της εργασιακής ικανοποίησης.
Τούτο σημαίνει ότι θα αγωνίζεται περισσότερο, ώστε να αντιμετωπίσει τις όποιες
δυσκολίες συναντά στη δουλειά του, αλλά και ότι θα είναι περισσότερο χαρούμενος
με τη ζωή του. Κι αυτό θα αντανακλάται και σε όσους ζουν μαζί του. Με άλλα
λόγια, η αγάπη προς αυτό που κάνουμε συνιστά σημαντικό παράγοντα για ποιοτική
ζωή.
Δρ. Μιχάλης
Κατσιμίτσης
Γιατί η εργασία μάς αρρωσταίνει...
Από τη ΒΙΚΗ ΤΣΙΩΡΟΥ
Ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας, Σαρλ Πεγκί, γεννημένος στα τέλη
του 18ου αιώνα, διηγιόταν συχνά μια ιστορία: «Κατά τη διάρκεια μιας πορείας του
για να προσκυνήσει στη Σαρτρ, συνάντησε στον δρόμο του έναν κατάκοπο άνθρωπο
που έσπαγε πέτρες.
Πλησιάζει και τον ρωτάει: "Τι κάνεις, εδώ πέρα;"
"Μα δεν βλέπεις; Σπάω πέτρες. Είναι σκληρή δουλειά, με πονάει η πλάτη μου,
διψάω, σκάω από τη ζέστη". Συνεχίζει πιο κάτω και βλέπει έναν άλλον που
σπάει κι αυτός πέτρες, αλλά δείχνει πιο ευδιάθετος. "Τι κάνεις εσύ
εδώ;", τον ρωτά. "Βγάζω μεροκάματο. Σπάω πέτρες, δεν βρήκα καλύτερη
δουλειά ακόμη, αλλά είμαι ευχαριστημένος γιατί με αυτήν μπορώ να θρέψω την
οικογένειά μου". Συνεχίζει τον δρόμο του ο Πεγκί και συναντά έναν τρίτο
άνθρωπο που έσπαγε πέτρες και το πρόσωπό του έλαμπε: "Τι κάνεις
εδώ;", ρωτά και πάλι ο Πεγκί. "Εγώ , κύριέ μου", του απαντάει ο
άνθρωπος "χτίζω, έναν καθεδρικό ναό". Η πράξη είναι η ίδια, αλλά το
νόημα που της αποδίδεται είναι εντελώς διαφορετικό, πηγάζει από την προσωπική
μας ιστορία και από το κοινωνικό μας περιβάλλον. Οταν έχουμε κατά νου να
χτίσουμε έναν καθεδρικό ναό, δεν σπάμε πέτρες με τον ίδιο τρόπο».
Αυτή η ιστορία του Πεγκί μπορεί να κάνει τον σημερινό άνθρωπο να σκεφτεί τη
δουλειά του με άλλον τρόπο; Μπορεί να δουλεύει σε μια ανιαρή, καταπιεστική,
επισφαλή εργασία και να σκέπτεται ότι χτίζει καθεδρικούς ναούς;
Σε μια εποχή όπου όσοι έχουν μια δουλειά θεωρούνται τυχεροί, πώς εξηγείται όλη
αυτή η δυσαρέσκεια στους χώρους εργασίας, η οποία ενίοτε οδηγεί κάποιους
ανθρώπους στην αυτοχειρία; Πόσο μπορεί να υποφέρει κάποιος στη δουλειά του ώστε
να φτάσει σε μια τόσο ακραία πράξη;
Στο θέμα των αυτοκτονιών στον χώρο εργασίας επανέρχονται δημοσιεύματα του
γαλλικού Τύπου («Λιμπερασιόν», «Λε Μοντ»), καθώς φαίνεται πως αυτό το φαινόμενο
που παρατηρήθηκε με ένταση τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, συγκεκριμένα από το
2000, έβγαλε στην επιφάνεια αδιέξοδα που μελετούν κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι,
τα αποτελέσματα των οποίων θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ' όψιν τους οι
κυβερνήσεις.
Παλιά και για πολλά χρόνια, η εργασία βρισκόταν στο επίκεντρο των σχεδίων της
κοινωνίας. Οι διαφωνίες εντοπίζονταν ως προς τη διανομή των προϊόντων της, όχι
ως προς την αναγκαιότητά της, όμως κάποια στιγμή η κατάσταση άλλαξε. Η εργασία
απαξιώθηκε μεταξύ επιδόσεων και αλλοτρίωσης. Ο άνθρωπος ως απλό γρανάζι της
παραγωγής κυριεύθηκε από άγχος. Η εργασία αρρωσταίνει τον άνθρωπο γιατί η ίδια
η εργασία είναι άρρωστη. Το παράδοξο είναι πως ο εργαζόμενος τρέμει στην ιδέα
να χάσει αυτό που δεν θέλει να υφίσταται. Η εργασία -ισχυρίζονται πολλοί- δεν
υπήρξε ποτέ απόλαυση. Ο άνθρωπος έπρεπε πάντα να κερδίζει τη ζωή του με τον
ιδρώτα του.
Η απελευθέρωση από την εργασία είναι ο μόνιμος στόχος όλων των προοδευτικών.
Για καιρό πιστέψαμε πως με την τεχνολογία οι πιο βαριές, σκληρές δουλειές θα
γίνονταν πια από τα μηχανήματα. Απογοητευτήκαμε, όμως. Η κατάσταση
επιδεινώνεται. Οι νέοι σήμερα έχουν την πεποίθηση πως επαγγελματικά θα ζήσουν
πολύ χειρότερα από ό,τι οι γονείς τους. Η δομική εμφάνιση της μαζικής ανεργίας,
ο φόβος της απώλειας της θέσης εργασίας τροφοδοτούν την κοινωνική απελπισία,
ενώ η παγκοσμιοποίηση τρέφεται από αυτή τη διαρκή απειλή του αποκλεισμού. Οι
εργαζόμενοι δεν ανέχονται πλέον αυτήν την επισφαλή κατάσταση.
Τι να κάνουν, όμως; Να υπομείνουν τη δυστυχία αυτής της κοινωνίας «των
εργαζομένων χωρίς εργασία», όπως ανήγγειλε η Χάνα Αρεντ; Με ποιον τρόπο μπορούν
να υφάνουν και πάλι την αλληλεγγύη που για πολλούς αιώνες υπήρξε ο καλύτερος
κινητήρας για μια πιο δίκαιη κοινωνία; Οι νόμοι μπορούν να εγγυηθούν την
ευτυχία των εργαζομένων;
Σε αυτά τα ερωτήματα απαντούν ο διάσημος ηθολόγο-ψυχαναλυτής Μπορίς Σιριλνίκ
και ο Γάλλος υπουργός Εργασίας Ξαβιέ Νταρκός, από την εφημερίδα «Λιμπερασιόν»,
στο πλαίσιο ενός δημόσιου διαλόγου που ξεκίνησε στη Γαλλία.
«Είναι πιο εύκολο να αναρωτηθούμε αν είναι ηθικό να υποφέρει κάποιος στην
εργασία παρά αν αυτό είναι θεμιτό. Η προβληματική εργασία-πόνος είναι τόσο
παλαιά, όσο και η έννοια της εργασίας», λέει ο Νταρκός. «Στη Βίβλο, η έξωση από
τον Παράδεισο συνεπάγεται την καταδίκη σε εργασία. Η λέξη εργασία στα λατινικά
προέρχεται από το tripalium, έναν τρόπο να προκαλείς πόνο. Ο ψυχολογικός και ο
οντολογικός πόνος έχει εξελιχθεί. Δεν αμφιβάλλαμε για τον πόνο ενός εργάτη τον
19ο αιώνα. Αναρωτιόμασταν για την αλλοτρίωσή του, αλλά όχι για την απώλεια της
ταυτότητάς του. Σήμερα, ο πόνος της εργασίας συνδέεται με την απώλεια του
εαυτού σου. Περάσαμε από έναν τρόπο βιομηχανικής παραγωγής, όπου ο πόνος και οι
κίνδυνοι ήταν σωματικοί, σε μια κοινωνία στραμμένη στις υπηρεσίες όπου το άτομο
εκτελεί οδηγίες από άγνωστους εργοδότες και με στόχους για τους οποίους δεν
έχει λόγο».
«Εως την εποχή της τεχνολογικής έκρηξης κάναμε κοινωνική εργασία με το σώμα
μας», λέει ο Μπορίς Σιριλνίκ. «Οι γυναίκες έκαναν κοινωνική εργασία με την
κοιλιά τους: έπρεπε να φέρνουν στον κόσμο όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά,
ιδίως αγόρια. Το 1850, το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες ήταν 36 χρόνια,
δεκατρείς εγκυμοσύνες, επτά παιδιά από τα οποία μόνο τα τέσσερα επιβίωναν. Οι
άντρες προσέφεραν κοινωνική εργασία με τους μυς τους. Οι κακουχίες ήταν
συνδεμένες με την εργασία. Ενας άντρας που δεν ήταν σωματικά δυνατός δεν άξιζε
τίποτε. Ολοι γνώριζαν τα ονόματα των ορυχείων και των εργολάβων. Μετά την
τεχνολογική έκρηξη και τη Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι εργασιακές
συνθήκες ευτυχώς άλλαξαν. Προσφέρουμε ελάχιστα με το σώμα μας στην κοινωνική
εργασία και πολλά με τα διπλώματα, τις λέξεις και τα μηχανήματα. Δεν υποφέρουμε
πια στο σώμα, αλλά στις σχέσεις. Το άτομο που δεν μπορεί να δημιουργήσει μια
καθημερινή σχέση δεν θεωρείται ικανό. Το στρες αντικαθιστά τον σωματικό πόνο,
με τη διαφορά όμως πως αυτό δεν θεωρείται ηρωικό».
Πώς αναλύετε αυτή την απαξίωση της εργασίας;
Νταρκός: «Παρατηρούμε μάλλον μια έλλειψη αναγνώρισης, παρά μια αμφιβολία ως
προς την αξία της εργασίας. Βλέπω ανθρώπους που υποφέρουν γιατί αυτό που κάνουν
είναι χρήσιμο, αλλά δεν τους μιλούν για αυτό. Δεν ξέρουν ποιος θα μπορούσε να
τους μιλήσει, ούτε για ποιον το κάνουν. Αυτή η απουσία αναγνώρισης της εργασίας
τους δεν είναι θεμιτή. Αυτό είναι που κάνει περισσότερο τον εργαζόμενο να
υποφέρει παρά η ίδια η εργασία».
Σιριλνίκ: «Η εργασία ως σωματικός πόνος δεν έχει λυτρωτική αξία, είχε όμως ένα
προσόν: μετέδιδε γνώση. Στα εργοτάξια, ο παλιός μετέδιδε τη γνώση του στους
νέους, οι οποίοι αναγνώριζαν πως έτσι μάθαιναν μια τέχνη. Οι σημερινοί νέοι
γνωρίζουν εκ προοιμίου να χειρίζονται τα μηχανήματα, έχουν διπλώματα και
κατέχουν την τέχνη της επικοινωνίας. Η ιεραρχία δεν είναι πια δικαιολογημένη.
Δεν μεταφέρει γνώση. Ο πόνος έγινε υποκειμενικός: υποφέρω με την ιδέα που έχω
φτιάξει ο ίδιος για το τι ιδέα έχετε εσείς για εμένα. Υποφέρω άσχετα αν αυτή η
ιδέα είναι σωστή ή όχι. Οι σχέσεις έχουν αλλάξει, ο πόνος δεν έχει το ίδιο
νόημα, ούτε τα ίδια προνόμια».
Νταρκός: «Εχουμε περάσει από έναν πολιτισμό επαγγελμάτων σε ένα πολιτισμό
λειτουργιών. Στα επαγγέλματα υπήρχε ένας τρόπος εργασίας, μια παράδοση. Η
εργασία είχε μεγάλη αξία. Ολα αυτά είναι πολύ μακριά πια από εμάς.
Αντικαταστήσαμε τα επαγγέλματα με τις λειτουργίες. Οι άνθρωποι χειρίζονται
μηχανήματα που εκτελούν οδηγίες. Αυτό τροποποίησε βαθιά την εικόνα του ατόμου
στις εργασιακές του σχέσεις. Δεν υπάρχει κανείς να μιμηθεί και τίποτε να
μεταδώσει. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, θα πρέπει να αλλάζει καθήκοντα, να
καταρτίζεται και να μην αναγνωρίζεται ποτέ ως ειδικός σε κάτι. Είναι η
περίπτωση των εργαζομένων στις γαλλικές τηλεπικοινωνίες. Μπήκαν σε αυτή τη
δουλειά έχοντας ένα επάγγελμα, δούλευαν πάνω στις ηλεκτρικές κολόνες. Μετά, αποφασίστηκε
να κάνουν κάτι άλλο. Τους τοποθέτησαν σε μια τεράστια αίθουσα εργασίας, σε open
spaces, για να απαντούν στα τηλέφωνα. Υποφέρουν γιατί πέρασαν από ένα επάγγελμα
σε μια λειτουργία η οποία μάλιστα είναι προσωρινή, και σύντομα θα τοποθετηθούν
σε μια άλλη, κάπου αλλού...».
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=120477